- άπαργμα
- ἄπαργμαἄπαργμαneut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
άπαργμα — ἄπαργμα, το (Α) [απάρχω] 1. απαρχή* 2. ο πρώτος καρπός της σοδειάς … Dictionary of Greek
ἄπαργμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαργμάτων — ἄπαργμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάργματα — ἄπαργμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάργματος — ἄπαργμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπάργματα — ἀπάργματα , ἄπαργμα neut nom/voc/acc pl ἐπάργματα , ἐπάργματα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)